Suite No1 pour orchestre et piano
Η «Suite no 1 pour orchestre et piano» είναι το πρώτο έργο που ο Θεοδωράκης ολοκληρώνει στο Παρίσι και καταδεικνύει σημαντική εξέλιξη του συνθέτη. Η θέση και ο ρόλος του πιάνου ανάγεται σε μία από τις περισσότερο ενδιαφέρουσες πλευρές της σουίτας, γιατί το πιάνο συμπεριλαμβάνεται στον τίτλο του έργου με ασυνήθιστο τρόπο: δεύτερο μετά την ορχήστρα. Η δεύτερη θέση είναι συνειδητά επιλεγμένη και καθιστά σαφή την πρόθεσή του: το έργο δεν είναι ένα Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα ούτε ανήκει στην πιο ελεύθερη μορφή «Έργο» για πιάνο και ορχήστρα, δεδομένου ότι η γραφή είναι περισσότερο διαλεκτική παρά σολιστική. Η έντονη υπογράμμιση του ρυθμού και η διεύρυνση της τονικότητας, σε συνδυασμό με τις ενορχηστρωτικές τεχνικές και τη χρήση του πιάνου ως κρουστό όργανο, προσεγγίζουν σημαντικά στοιχεία της αισθητικής ιδεολογίας του Stravinsky, συνθέτη που άσκησε σημαντική επιρροή στον Θεοδωράκη. Ταυτόχρονα με τη χρήση ελληνικών τρόπων, κλιμάκων και ρυθμών παραμένει συνεπής στην πορεία του προσεγγίζοντας και συχνά επιτυγχάνοντας τον τελικό στόχο: τη δημιουργία μιας μουσικής προσωπικής και ελληνικής. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η σουίτα εντυπωσίασε τον Δημήτρη Μητρόπουλο, αρχιμουσικό που αφιέρωσε μεγάλο μέρος της καριέρας του στην εκτέλεση και προώθηση της σύγχρονης μουσικής δημιουργίας. Ο συνθέτης σημειώνει για το έργο: «Στην «Πρώτη Σουίτα» αρχικά βασίζομαι αποκλειστικά και μόνο στο ελληνικό δημοτικό μοτίβο και στους ελληνικούς μουσικούς τρόπους και κλίμακες. Η εναρμόνισή τους και η αντιπαράθεσή τους βγαίνουν απολύτως μες απ ' το περιεχόμενο αυτού του μουσικού υλικού με μια προσπάθεια για δημιουργία μιας ιδιαίτερης νεοελληνικής μουσικής, αρμονικής και αντιστικτικής γλώσσας. Όμως στη βάση του έργου υπάρχει ο ρυθμός ο αδιάκοπος, ο ατέλειωτος, ο ακατάλυτος ρυθμός της Ελλάδας και ιδιαίτερα της Κρήτης. Γι ' αυτό κι αυτή η ηυξημένη χρήση των κρουστών και η θεώρηση του πιάνου σαν να είναι πιο πολύ όργανο κρουστό παρά μελωδικό.